Μυρηκάζοντας τις σκέψεις μου, κάνω μεταβολή και παρατηρώ ότι η σκιά μου δεν έχει ξεφύγει καν από τον κλοιό που προσπαθούσα να αφήσω πίσω μου. Στην πραγματικότητα είμαι ακόμη μέσα στον κλοιό, τον σέρνω μαζί μου σαν σύντροφο, σαν μακάβριο χούλα-χουπ. Και ενώ υπήρχε η δυνατότητα να μην είναι μακάβριος, κάτι μέσα μου μου θυμίζει πως ευθύνομαι και εγώ για αυτό και αυτή η θύμηση είναι ακτίδα αισιοδοξίας, πως το μηχάνημα δεν έχει χαλάσει ακόμα, λειτουργεί...
Πώς όμως να βρω τον μίτο, από πού να το πιάσω και πώς να το αρχίσω, να το αποδομήσω, να το ξεβρακώσω και να το απομυθοποιήσω; Τί μου φταίει και τί του φταίω;
Εδώ ο Κοέλιο θα έλεγε πως φταίω αποκλειστικά εγώ, αλλά σαν γνήσιος αντιμαρξιστής που είναι δεν θα μπορούσε να έλεγε κάτι καλύτερο.
Πάμε λοιπόν....
Σε άλλες εποχές, νεώτερος ων, θα μπορούσα να είχα καθίσει στα αυγά μου, με την ησυχία μου και να σκεφτόμουνα, να ανέλυα, να σχεδίαζα, να κατέτασσα και να κατέληγα ή να ξέφευγα. Τότε μου φαινόταν emo κάτι τέτοιο, θεωρούσα ανούσιο να υποκριθώ στον εαυτό μου ότι "ψαχνόμουνα", αφού όλους τους καρπούς της λογικής μου τους είχα διαθέσιμους ανά πάσα ώρα και στιγμή, την ώρα που έτρωγα πρωινό, την ώρα που μιλούσα με τους ανθρώπους μου, την ώρα που έκανα μάθημα, που έπαιζα μουσική, που μάλωνα, που έκανα έρωτα και που διάβαζα ένα βιβλίο, ασχέτως θέματος. Η Λογική δεν είναι κάτι που διαμορφώνεται σε ένα κλειστό δωμάτιο, με αρωματικά στικάκια και Loreena McKenitt στο κασετόφωνο άλλωστε. Η Λογική ξυπνάει όταν εισέρχονται ερεθίσματα, ιδέες, απόψεις, πληροφορίες –άχρηστες και μή-, εμπλουτίζεται με την διαφωνία, το μπέρδεμα, με την παρατήρηση και το συμπέρασμα, με την κατανόηση καινούριων εννοιών και της διαλεκτικής τους σύνδεσης, δηλαδή της σύνδεσής τους καθώς και του διαλόγου τους, της μεταξύ τους ανταλλαγής ενέργειας και λόγου ύπαρξης. Και τελικά με την ΕΜΠΕΙΡΙΑ. Δεν είναι δυνατόν να γνωρίζεις χωρίς να ακούσεις, να γευτείς, να μυρίσεις, να διαβάσεις, να ζήσεις, να τριφτείς, να πάθεις και μάθεις. Πόσο μάλλον να καταλάβεις κιόλας και να διαλέξεις, να επιλέξεις, για να μην πω και για να εκλέξεις...
Όντας
γόνος αστών, μεσοαστών, μικροαστών, δηλαδή μικρομεσοαστών, δηλαδή
φτωχοεργατοπρολεταριομικροαστοποιημένων ανερχομένων πλέον σε συνθήκες
μεσοπαγετώνιου καπιταλισμού, είχα. Δηλαδή μου μάθαιναν να μην έχω, αλλά είχα.
Δεν είχα πλούτο, αλλά είχα χρόνο. Και ο χρόνος είναι πλούτος. Είχα φαγητό,
μουσική, φίλους, βιβλία, είχα το προνόμιο να κοιμάμαι σε μαλακό κρεβάτι, να
γράφω κασέτες, να διαλέξω τι θα σπουδάσω, να μάθω κιθάρα, να έχω κιθάρα
κατ’αρχήν. Είχα το προνόμιο να μπορώ να απορρίψω πράγματα, να διαλέξω αυτά που
μου άρεσαν, που μου πήγαιναν. Και τελικά όλο κατέληγα στο πιο απλό, το πιο
κατανοητό, το πιο ξεκάθαρο και το λιγότερο απαιτητικό. Θες το φύλο μου, θες το
ζώδιό μου (μπλιαχ), θες η αγάπη μου για τα μαθηματικά και την φυσική, πάντα
κατέληγα στο πιο απλό, όχι το πιο «αγνό», αλλά αυτό που ευθυγραμμιζόταν με το
είναι μου και δεν με προβλημάτιζε. Ήθελα να προβληματιστώ πριν, αλλά όχι μετά.
Έλα μου όμως που δεν είναι έτσι. Και τα δύο λάθος είναι. Ο προβληματισμός
πρέπει να γίνεται κατά την διάρκεια. Αλλά πού ωριμότητα..
Έκανα
επιλογές. Επέλεξα τι θα σπουδάσω και πού. Άσχετο αν οι δικοί μου είχαν άλλα
σχέδια και επιθυμίες. Επέλεξα για πόσο θα το σπουδάσω, έστω και υποσυνείδητα
στην αρχή, αν και προς το τέλος πιέστηκα. Πιέστηκα;;; Ναι, για πρώτη φορά
πιέστηκα. Έμαθα τί σημαίνει πίεση. Και έφταιγα. Δεν έφταιγε κανείς άλλος.
Χωμένος μέσα στην απόλαυση των επιλογών μου ξέχασα να δω ότι το σήμερα χτίζει
το αύριο. Ξέχασα να δω ότι ενώ μεγάλωνα, ξέχασα να δω ότι ενώ είχα αναπτύξει
μέσα μου ιδανικά και νοοτροπίες ενότητας, ενότητας των ανθρώπων, των κοινωνιών,
των καρδιών, τελικά είχα χωριστεί σε δύο επίπεδα....
Στο πρώτο, στο επίπεδο της Λογικής, που
καταλάβαινε, που προσπαθούσε δηλαδή, που στηριζόταν στον μαρξισμό και τον
διαλεκτικό υλισμό, τον ιστορικό υλισμό και την καταφανή αναγκαιότητα για
απελευθέρωση της κοινωνίας από τα δεσμά αυτού του σάπιου συστήματος, που
εκμεταλλευόταν, που ρουφούσε, που μου επέτρεπε να έχω όσο περίσσευε από τους
«μεγάλους» και που κάτι μου έλεγε ότι κάποια στιγμή θα ερχόταν να τα πάρει
πίσω. Ήξερα όμως ότι αυτό που δεν θα μπορούσε να μου πάρει ήταν το μυαλό μου,
αυτά που πρόλαβα να σκεφτώ, να νοιώσω και να καταλάβω. Λες, ε; Μπα... θα το
δούμε παρακάτω. Πάντως αυτό αντανακλώταν και στις σχέσεις μου με τους
ανθρώπους, θεωρούσα πως δεν υπήρχε κανένας λόγος να βγάζω αρνητικότητα, ήθελα
να δίνω, να προσφέρω το καλύτερο κομμάτι από το είναι μου, να προσφέρω βοήθεια,
να προσπαθώ να καταλάβω τους άλλους πάντα, να βάζω τον εαυτό μου στην θέση
τους, να δέχομαι το δίκιο τους, να αφήνω το συναίσθημά μου ελεύθερο,
καλοπροαίρετα, χωρίς σκοπιμότητες, χωρίς σκοπιμότητες... σκοπιμότητες.... διότι
είχα κατατάξει την έννοια «στόχος» στο κουτάκι «σκοπιμότητα».... Δεν έβαζα στόχους
τελικά... Στόχους σε επίπεδο φίλων, οικογένειας, συντρόφων. Θεωρούσα πως όλα
αυτά θα ήταν διαθέσιμα γενικώς και οι ευκαιρίες για να αποδείξω τι μπορώ να
προσφέρω ατελείωτες. Θεωρούσα πως, αν είμαι εγώ έτσι, θα είναι και οι άλλοι, ή
θα γίνουν μαζί μου. Ήμουν (και είμαι) υπέρ της ισότητας των δύο φύλων, αλλά
αυτομάτως θεωρούσα πως είναι και ΙΔΙΑ. Όλες αυτές τις ‘παπαριές’ που άκουγα
περί γυναικών και ανδρών τις θεωρούσα μικροαστικές προκαταλήψεις, απομεινάρια
πατριαρχικών αντιλήψεων, κλειστών κοινωνιών, ακόμα ακόμα και μαρκετίστικες
χειρολαβές του συστήματος για να πουλήσει, να πουλήσει εσώρουχα, ποτά, ρούχα,
δαχτυλίδια, ταινίες. Όχι ότι δεν το κάνει, αλλά απορρίπτοντας συλλήβδην τις
θέσεις αυτές, πέταξα στον κάδο και κομμάτι της αλήθειας, της φύσης... Έλεγα «οι
άλλοι είναι μικροαστοί, εγώ μπορώ και καλύτερα». Κάτι μου είχε διαφύγει
όμως....
Στο δεύτερο, το επίπεδο του συναισθήματος, όπου
αναζητούσα και έδινα το είναι μου τυφλά, χωρίς περιορισμούς, χωρίς λογική.
Δινόμουνα, και όσο είχα ανταπόκριση πετούσα, δεν έβλεπα τίποτα άλλο,
εξιδανίκευα και γέμιζα ολόκληρος από αυτό. Για μένα είχε διάρκεια και ένταση,
δεν υπήρχε κανένας λόγος να το σταματήσω, κανένας λόγος να βαρεθώ, κανένας
λόγος να απατήσω, να πω ψέματα, να υποκριθώ. Αφιέρωνα την ενέργειά μου για να δώσω
ευχαρίστηση, κατανόηση και συντροφικότητα και απόλαυση, αφού το απολάμβανα και
εγώ ο ίδιος... Η απόλαυσή μου είχε κάτι το στατικό, το συνεχές και το
απροσδιόριστα ατελείωτο. Κάτι σαν γή της επαγγελίας, σαν τον παράδεισο των
χριστιανών που δεν έχει τέλος, που δεν υπάρχει λόγος να υπάρχει τέλος, ή έστω,
αλλαγή. Αποζητούσα το ανώτερο, το τρυφερό, το όμορφο, το δύσκολο, το σπάνιο.
Και αυτό ερχότανε. Ερχότανε το γ@μημένο και αυτό έκλεινε τον κύκλο, τον
επιβεβαίωνε, επαλήθευε την πληρότητα του τρόπου έκφρασής μου. Και κάθε επόμενη
φορά με τραβούσε το ακόμα πιο δύσκολο, όμορφο, σπάνιο. Και το εύρισκα. Κάτι μου
είχε διαφύγει όμως....
Μπορεί κάποιος να ερωτευτεί μαρξιστικά; Δηλαδή να είναι και ρεαλιστής, να ξέρει που βρίσκεται και τί μπορεί να κάνει; Ρεαλιστής είναι επικίνδυνη λέξη, "ρεαλιστής" είναι και ο παρτάκιας,
αυτός που έχει φιλοδοξίες, αυτός που είναι
αδίστακτος, αυτός που συμβιβάζεται με μετριότητες, αυτός που τελικά κάνει
δυστυχισμένο τον σύντροφό του, αυτός που τα βλέπει όλα προσωρινά, αυτός που
εξαπατά, αυτός που δεν δίνεται, που αμύνεται, που κλείνεται, ακόμα και αυτός
που λέει ψέμματα. Όλα αυτά δύνανται να έχουν ισχυρές δόσεις ρεαλισμού, ανάλογα
με τις συνθήκες, την προσωπικότητα και τα βιώματα. Εγώ τα είχα απορρίψει όμως
όλα αυτά. Δεν μου έκαναν. Ήμουν πέρα και έξω από αυτό. Ή μήπως απλώς αγαθός;
Τα έκανα όλα σωστά; Ημουν τέλειος; Ή μήπως είχα
μπερδέψει αυτά τα δύο επίπεδα σε σημείο ανεπανόρθωτο; Όπου το ένα μπαίνει μέσα
στο άλλο, σε ένα δυισμό του Hawking,
ξεσκίζοντας ο υλισμός τον ιδεαλισμό και τούμπαλιν;
Μα τί μου είχε διαφύγει;....
ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ
Δηλαδή, τόσες φορές το είχες διαβάσει, μία φορά
δεν έκατσες να δείς τι σημαίνει στην πράξη; Στην πράξη, στην ΠΡΑΞΗ βλάκα
ψευτομαρξιστή, αγαθέ, ανίδεε, μικροαστέ χίππη! Ετσι κι αλλιώς οι χίππιδες
μικροαστοί ήταν, όσο δεν πάει άλλο. Ένα τέτοιο πράμα ήμουν κι εγώ, μόνο που
επιλεκτικά έβγαζα το κεφάλι πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας για να δώ την
αλήθεια και μπλουμ ξανά μέσα.
Δεν ήθελα να δω ότι όλοι επηρεαζόμαστε από αυτήν
την κοινωνία με τις τάξεις της, τα συνήθειά της, τις ανισότητές της, τις
αναγκαιότητες και τις επίπλαστες ανάγκες, τις ευκολίες και τις δυσκολίες της
και τα μυαλά χυλούς. Όλοι. Άλλοι λίγο, άλλοι πολύ.
Δεν ήθελα να δω ότι η φύση ρέει και οι άνθρωποι μαζί της, ο χρόνος
περνά, το δέρμα γερνά, οι παλιότεροι πεθαίνουν και καινούριοι γεννιούνται. Δεν
ήθελα να δω ότι οι ανάγκες διαφοροποιούνται. Δεν ήθελα να δω ότι οι άνθρωποι
βάζουν στόχους, όχι γιατί είναι βλάκες, αλλά γιατί έτσι πρέπει, γιατί το σήμερα
χτίζει το αύριο. Και μέσα σε αυτήν την αλυσίδα, άλλοι λειτουργούν ύπουλα και
μεθοδικά, άλλοι παρασέρνονται από το κύμα και άλλοι απλά προσπαθούν να ισορροπήσουν
κάπου ανάμεσα. Και να σου και οι ταξικές διαφορές, οι οικονομικές επιφάνειες,
οι ορμόνες, η εξαρτήσεις, οι λαχτάρες, τα κοινωνικά ταμπού και δεν συμμαζεύεταi.
Ήθελα να ελπίζω ότι τα συναισθήματα μπορούν να είναι
πάνω και πέρα από όλα αυτά, και οι διαπροσωπικές επιλογές ανεξάρτητες.
Μόνο που αυτό είχε και το τίμημά του.
Γιατί η μεσοπαγετώνια εποχή τελείωσε και όποιος πρόλαβε πρόλαβε. Εμένα με βρήκε στην πιο ηλίθα θέση. Χωρίς οικονομικά αποθέματα, χωρίς συναισθηματικά αποθέματα, να κυνηγάω μια σύντροφο όλο και πιο δύσκολο να έχω. Άνοιγα παρτίδες που δυσκολευόμουν να φέρω σε πέρας, βουτιά με το κεφάλι σε έναν άνθρωπο που δεν ήξερα, σε έναν έρωτα ισχυρότερο από όλους τους προηγούμενους μαζί, σε μια σαγηνευτική (για μένα) ομορφιά, σε ένα άγγιγμα που ποτέ πριν δεν είχα γευτεί, και όλα αυτά σε μια ηλικία που το ωραίο έπρεπε να δεθεί και με το καθημερινό, την ζωή. Ήταν δύσκολο. Αλλά δεν με ένοιαζε. Ήξερα ότι ήταν εφικτό, αρκεί να προσπαθούσε και εκείνη. Εκείνη...
Δόθηκα και αφιερώθηκα, έν γνώσει μου ότι με μετριότητα δεν θα γινόταν, με το όραμα για μια συντροφικότητα, για την υπόλοιπη ζωή μου...
Και ΠΑΦ, πέφτει η σφαλιάρα. Έτσι, τέτοια, κασιδιάρικια, στεγνή και χωρίς οίκτο. Από όλες τις κατευθύνσεις, κυριολεκτικά. Από φίλους, συγγενείς, από την δουλειά, από τις τράπεζες, από εκείνη. Όλα φώναζαν "δεν μπορείς". Όλα άρχιζαν να ζητάνε, να απομακρύνονται, να στενεύουν, να απορρίπτουν, να εκβιάζουν, να στριμώχνουν. Τέρμα τα εύκολα, τέρμα τα εφικτά.
Τέρμα τα όμορφα και τα γλυκά. Και τί μένει; Η επιβίωση, ε;
Ο κομμουνιστής μέσα μου ήξερε, τα είχε κατονομάσει από χρόνια. Ο μικροαστός όμως μέσα μου κατέρρεε, τρόμαζε, πέθαινε και χτυπιόταν σαν το ψάρι "γιατί γιατί; γιατί την κρίσιμη στιγμή να μην μπορώ, γιατί να μην τα καταφέρω, γιατί να μην διανύσω αυτήν την δύσκολη εποχή με την συντροφικότητα που τόσο κοντά πλησίασα και άγγιξα; Τι κακό έκανα; Τι λάθος;"
Και τότε, καθυστερημένα και ετεροχρονισμένα μου βγήκε μίσος. Με διαφορά φάσης καμιά εξαετία. Αυτήν που είχα πάντα δηλαδή. Τώρα το κατάλαβα.
Μίσησα το κομμάτι του εαυτού μου που δεν πάταγε στην γη, μίσησα τον τρόπο που χρησιμοποίησα τον χρόνο μου.
Μίσησα την "αδικη" δυσαναλογία του ανιδιοτελούς πάθους που πρόσφερα με το δηλητήριο που εισέπραξα, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ιδιοτελείς "ρεαλιστικές" επιλογές που με απέρριψαν λίγο πριν το τελικό βήμα..
Μίσησα τις πολιτικές που με φέρανε σε αδιέξοδο.
Μίσησα τις τράπεζες.
Μίσησα το αφεντικό μου.
Μίσησα τους φόρους.
Μίσησα τις προκαταλήψεις των συγγενών μου.
Μίσησα τις αδυναμίες των φίλων μου.
Μίσησα τις αδυναμίες εκείνης.
Μίσησα τις αδυναμίες τις δικές μου.
Μίσησα την εμπιστοσύνη που έχω δώσει απεριόριστα.
Μίσησα τον λογαριασμό του τηλεφώνου, του ρεύματος, την εφορία.
Μίσησα το σύστημα, τα δεκανίκια του,
Μίσησα τους ιδιοτελείς ανθρώπους.
Μίσησα τους ραγιάδες που ψηφίζουν τους σφαγείς τους.
Μίσησα την αστυνομία, τα ψεύτικα χαμόγελα, τις εμετικές εκπομπές στην TV.
Μίσησα τον καταναλωτισμό, το χρήμα, την έλλειψη του χρήματος.
Μίσησα την υποκρισία, το ψέμα και τους συμφεροντολόγους.
Μισώ αυτήν την αίσθηση συμπαντικής συνωμοσίας που στρέφεται εναντίον μου, που με αναγκάζει να μην μπορώ να κάνω τίποτα, όπως και εναντίον όλων και ειδικά αυτών που προσπαθούν να ξεκινήσουν τώρα μια ζωή, να κατασταλάξουν, να δημιουργήσουν, να συμπράξουν, να κάνουν οικογένεια. Μοιάζει με συνωμοσία μίσους, μισανθρωπισμού, αντιανθρωπισμού, αντιλαϊκού, ταξικού μένους που, σαν Χάρος ορίζει και καθορίζει και διατάσσει την συρρίκνωση, την απομόνωση, την απραξία, το πισωγύρισμα, τον συμβιβασμό, το κρύψιμο στο καβούκι, την εξαφάνιση του καβουκιού, την υποταγή...
Τα μισώ όλα αυτά και όλους αυτούς, και για πρώτη φορά μισώ συνειδητά. Το θέλω. Και θα το πληρώσετε. Όχι με το να σας μισώ, αλλά γιατί όσο σκοτώνετε τον μικροαστό μέσα μου, τόσο θα παραμένει όρθιος ο κομμουνιστής. Όπως ο βράχος, όταν η παλίρροια φεύγει. Δεν θα μου πάρετε το μυαλό μου, όσο κι αν κινδύνεψε πρόσφατα. Είναι λεπτή η γραμμή, για όσους δεν το ξέρουν. Ένα κλικ.
Αλλά όσο κι αν αυξάνεται η εντροπία, όσο και αν μεγαλώνει το χάος και η ισοπέδωση, στο απόλυτο χάος η ύλη αυτοοργανώνεται μαλάκες. Και αυτό που βγαίνει είναι πιο στέρεο.
Όποιος αντέξει, μαλάκες. Αυτό που έχω να δώσω είναι μόνο για αυτούς που το αξίζουν. Και όποιος ξυπνάει γύρω μου εγώ θα του δίνω το χέρι. Το ίδιο ισχύει και για εκείνη. Για όλους.
Υπήρξα αφελής, αλλά όποιος τολμάει να παίζει με το μυαλό μου θα παίρνει αυτό που του αξίζει.
Το αληθινό δεν το νίκησε ποτέ κανείς.
Κάτι ξέρει και ο Ένγκελς.
Αφιερωμένο
(δεν ξέρω τι με έπιασε πριν από 15 χρόνια στα σκαλιά της σχολής, αλλά τώρα πιάνει τόπο)
Απόβλητα του πάθους, της στιγμιαίας ηδονής
Πλαστικά συναισθήματα που βαριανασαίνουν
Λυπηθείτε με, σας σιχάθηκα
Ευνουχισμένες συνειδήσεις, δύσπεπτο παρόν
Και ψάχνω από εδώ πάνω για μια έξοδο διαφυγής
Κάτω από την μάσκα, η ντροπή μου
Φεύγω σαν κυνηγημένος, πόσο κουράστηκα
Και ο απόηχος του γέλιου μου πικρόχολος
φανταχτερές ευτυχίες δεν μου κάνουν
Τι με κοιτάτε; δεν πέθανα
Ζω για ό,τι πρέπει να προσπαθήσω
Λυπηθείτε με, σας σιχάθηκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου